ὀρθογραφῶ

ὀρθογραφῶ
ὀρθογραφέω
make an elevation
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ὀρθογραφέω
make an elevation
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ορθογραφώ — (Α ὀρθογραφῶ, έω) γράφω ορθά, τηρώντας τους γραμματικούς και τους φθογγολογικούς κανόνες αρχ. καταρτίζω σχέδιο ύψους οικοδομής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + γραφῶ (< γράφος < γράφω), πρβλ. ταχυ γραφώ] …   Dictionary of Greek

  • ορθογραφώ — ορθογράφησα, ορθογραφήθηκα, ορθογραφημένος, γράφω χωρίς ορθογραφικά λάθη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …   Dictionary of Greek

  • ορθογραφία — Η σύμφωνα με τους κανόνες της γραμματικής, γραφή των λέξεων. Διακρίνεται σε φωνητική και ιστορική ο. Η πρώτη έχει σχέση με την όσο το δυνατό ακριβέστερη απόδοση της σημερινής προφοράς των λέξεων και των τύπων κάποιας γλώσσας ή της προφοράς της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”